σφιγκτήρας: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[σφιγκτήρ]], -ῆρος, NA<br />[[σύστημα]] δακτυλιόμορφων [[μυών]] που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα [[στόμιο]] του σώματος («[[σφιγκτήρας]] του πυλωρού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Ταραντίνους) «[[σφιγκτήρ]]<br />[[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>) ( | |mltxt=ο / [[σφιγκτήρ]], -ῆρος, NA<br />[[σύστημα]] δακτυλιόμορφων [[μυών]] που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα [[στόμιο]] του σώματος («[[σφιγκτήρας]] του πυλωρού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Ταραντίνους) «[[σφιγκτήρ]]<br />[[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>(<i>ας</i>) ([[πρβλ]]. [[ἐλεγκτήρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο / σφιγκτήρ, -ῆρος, NA
σύστημα δακτυλιόμορφων μυών που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα στόμιο του σώματος («σφιγκτήρας του πυλωρού»)
αρχ.
1. καθετί που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «σφιγκτήρ
χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. ἐλεγκτήρ)].