ταξιδιάρης: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταξίδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παιχνιδ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταξίδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[παιχνιδιάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:27, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. παιχνιδιάρης)].