στόρνη: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[στορ]]- του [[στόρνυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με [[επίθημα]] -<i>νη</i> ( | |mltxt=ἡ, Α<br />[[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[στορ]]- του [[στόρνυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με [[επίθημα]] -<i>νη</i> ([[πρβλ]]. [[φερνή]]) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. <i>strana</i> και το ρωσ. <i>storona</i> «[[μέρος]], [[τόπος]], [[πλευρά]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 11 May 2023
English (LSJ)
ἡ,= ζώνη, Call.Hec.1.1.15 (cf. Suid.), Lyc.1330.
German (Pape)
[Seite 949] ἡ, = ζώνη, Lycophr. 1330.
Greek (Liddell-Scott)
στόρνη: ἡ, = ζώνη, Καλλ. Ἀποσπ. 1330, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ- του στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα -νη (πρβλ. φερνή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»].