τλησίπονος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-<i>σι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>-<i>σι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. [[λυσίπονος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, patient of toil, Opp.C.4.4, H.1.35.
German (Pape)
[Seite 1123] Arbeit oder Mühsal ertragend, standhaft aushaltend; Nonn. D. 9, 301; Opp. Cyn. 4, 4 und Hal. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
τλησίπονος: -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, καρτερικός, Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλησίπονος· τολμηρός, καρτερικός».
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος)].