τρεχούμενος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(41) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τρεχάμενος]], -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρεχούμενος]] [[λογαριασμός]]» — ο [[ανοιχτός]] [[λογαριασμός]]<br />β) «[[τρεχούμενος]] [[λογαριασμός]] καταθέσεως» — [[κατάθεση]] που μεταβιβάζεται με [[επιταγή]], αποτελεί πιστωτικό [[χρήμα]] και θεωρείται ισοδύναμη με το ρευστό [[χρήμα]], [[επειδή]] [[είναι]] [[αμέσως]] μετατρέψιμη σε τραπεζογραμμάτια, αλλ. [[κατάθεση]] όψεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρέχω]], [[κατά]] τις μτχ. σε -<i>ούμενος</i> /-<i>άμενος</i> τών συνηρημένων σε -<i>έω</i> και τών ρ. σε -<i>αμαι</i> ( | |mltxt=και [[τρεχάμενος]], -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρεχούμενος]] [[λογαριασμός]]» — ο [[ανοιχτός]] [[λογαριασμός]]<br />β) «[[τρεχούμενος]] [[λογαριασμός]] καταθέσεως» — [[κατάθεση]] που μεταβιβάζεται με [[επιταγή]], αποτελεί πιστωτικό [[χρήμα]] και θεωρείται ισοδύναμη με το ρευστό [[χρήμα]], [[επειδή]] [[είναι]] [[αμέσως]] μετατρέψιμη σε τραπεζογραμμάτια, αλλ. [[κατάθεση]] όψεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρέχω]], [[κατά]] τις μτχ. σε -<i>ούμενος</i> /-<i>άμενος</i> τών συνηρημένων σε -<i>έω</i> και τών ρ. σε -<i>αμαι</i> ([[πρβλ]]. [[χρειαζούμενος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 11 May 2023
Greek Monolingual
και τρεχάμενος, -η, -ο, Ν
1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό»)
2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» — ο ανοιχτός λογαριασμός
β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» — κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και θεωρείται ισοδύναμη με το ρευστό χρήμα, επειδή είναι αμέσως μετατρέψιμη σε τραπεζογραμμάτια, αλλ. κατάθεση όψεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω, κατά τις μτχ. σε -ούμενος /-άμενος τών συνηρημένων σε -έω και τών ρ. σε -αμαι (πρβλ. χρειαζούμενος).