φιλοκνήμις: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιδος, ὁ, ἡ Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]], -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-<i>κνήμις</i>)].
|mltxt=-ιδος, ὁ, ἡ Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνημίς]], -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[χαλκοκνήμις]])].
}}
}}

Revision as of 16:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκνήμῑς Medium diacritics: φιλοκνήμις Low diacritics: φιλοκνήμις Capitals: ΦΙΛΟΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: philoknḗmis Transliteration B: philoknēmis Transliteration C: filoknimis Beta Code: filoknh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, fond of wearing greaves, fond of arms, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1281] gern, gewöhnlich Beinschienen tragend, übh. = φίλοπλος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκνήμῑς: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ φέρῃ κνημῖδας, φίλοπλος, φιλοπόλεμος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ιδος, ὁ, ἡ Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που του αρέσει να φορεί κνημίδες και, γενικά, να οπλοφορεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. χαλκοκνήμις)].