φθόριμος: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίμη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νόστ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-ίμη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[νόστιμος]])].
}}
}}

Revision as of 16:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθόρῐμος Medium diacritics: φθόριμος Low diacritics: φθόριμος Capitals: ΦΘΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: phthórimos Transliteration B: phthorimos Transliteration C: fthorimos Beta Code: fqo/rimos

English (LSJ)

η, ον, A destructive, Man.2.346. II perishable, τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1273] 1) akt., verderblich, Maneth. 2, 346. – 2) neutr., vergänglich, Stob. ecl. phys. p. 980.

Greek (Liddell-Scott)

φθόρῐμος: -η, -ον, καταστρεπτικός, φθόριμος ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. φθαρτός, δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστιμος)].