χοιράφιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choirafios
|Transliteration C=choirafios
|Beta Code=xoira/fios
|Beta Code=xoira/fios
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[farrow]], PFlor.148.4,7 (iii A. D.).</span>
|Definition=ὁ, [[farrow]], PFlor.148.4,7 (iii A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[αυλάκι]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[χοιρίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άφιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-<i>άφιον</i>). Για τη [[σημασία]] της λ. «[[αυλάκι]]» <b>πρβλ.</b> πιθ. και τα λατ. <i>porca</i> «[[κομμάτι]] γης [[μεταξύ]] τών αυλακιών»: <i>porcus</i> «[[χοίρος]]»].
|mltxt=ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[αυλάκι]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[χοιρίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άφιον</i> ([[πρβλ]]. [[θηράφιον]]). Για τη [[σημασία]] της λ. «[[αυλάκι]]» <b>πρβλ.</b> πιθ. και τα λατ. <i>porca</i> «[[κομμάτι]] γης [[μεταξύ]] τών αυλακιών»: <i>porcus</i> «[[χοίρος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιράφιος Medium diacritics: χοιράφιος Low diacritics: χοιράφιος Capitals: ΧΟΙΡΑΦΙΟΣ
Transliteration A: choiráphios Transliteration B: choiraphios Transliteration C: choirafios Beta Code: xoira/fios

English (LSJ)

ὁ, farrow, PFlor.148.4,7 (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α
1. (το αρσ.) αυλάκι
2. (το ουδ.) χοιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. θηράφιον). Για τη σημασία της λ. «αυλάκι» πρβλ. πιθ. και τα λατ. porca «κομμάτι γης μεταξύ τών αυλακιών»: porcus «χοίρος»].