ὀδαξητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδαξητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί κνησμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κιν</i>-<i>ητικός</i>)].
|mltxt=[[ὀδαξητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί κνησμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> ([[πρβλ]]. [[κινητικός]])].
}}
}}

Revision as of 16:56, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαξητικός Medium diacritics: ὀδαξητικός Low diacritics: οδαξητικός Capitals: ΟΔΑΞΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: odaxētikós Transliteration B: odaxētikos Transliteration C: odaksitikos Beta Code: o)dachtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, causing to itch, Poll.2.110.

German (Pape)

[Seite 291] dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξητικός: -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», Πολυδ. Β, 110.

Greek Monolingual

ὀδαξητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -ητικός (πρβλ. κινητικός)].