ὀστρακηρός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀστρακηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει οστράκινο [[περίβλημα]], [[οστρακόδερμος]] («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[ὀστρακηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει οστράκινο [[περίβλημα]], [[οστρακόδερμος]] («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]])].
}}
}}

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκηρός Medium diacritics: ὀστρακηρός Low diacritics: οστρακηρός Capitals: ΟΣΤΡΑΚΗΡΟΣ
Transliteration A: ostrakērós Transliteration B: ostrakēros Transliteration C: ostrakiros Beta Code: o)strakhro/s

English (LSJ)

ά, όν, of the nature of earthenware, [ζῷα] ὀ. testaceous animals, Arist. GA 763a30, PA679b12, al.

German (Pape)

[Seite 400] von der Art od. Beschaffenheit irdener Geschirre; – ζῷα ὀστρακηρά, Schaalthiere, Arist. H. A. 4, 4.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκηρός: зоол. черепокожий, одетый раковиной (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκηρός: -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον περίβλημα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε ὀστρακόδερμος.

Greek Monolingual

ὀστρακηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει οστράκινο περίβλημα, οστρακόδερμος («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].