ὁλόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλόκαρπος]], -ον (Α) (για [[θυσία]]) αυτός που προσφέρεται [[πλήρης]] στον θεό ή στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>καρπος</i>)].
|mltxt=[[ὁλόκαρπος]], -ον (Α) (για [[θυσία]]) αυτός που προσφέρεται [[πλήρης]] στον θεό ή στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[πολύκαρπος]])].
}}
}}

Revision as of 17:02, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκαρπος Medium diacritics: ὁλόκαρπος Low diacritics: ολόκαρπος Capitals: ΟΛΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: holókarpos Transliteration B: holokarpos Transliteration C: olokarpos Beta Code: o(lo/karpos

English (LSJ)

ον, brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.

Greek Monolingual

ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].