κρημνώρεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κρημνώρεια]])<br />[[κρημνώδης]] [[πλευρά]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]). Το -<i>ω</i>- προέρχεται από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. <i>ακρ</i>-<i>ώρεια</i>)].
|mltxt=η (Α [[κρημνώρεια]])<br />[[κρημνώδης]] [[πλευρά]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]]). Το -<i>ω</i>- προέρχεται από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[ακρώρεια]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ἡ, <i>jäher [[Bergabhang]]</i>, wie [[ἀκρώρεια]] [[gebildet]], Hdn. <i>epimer</i>. p. 232.
|ptext=ἡ, <i>jäher [[Bergabhang]]</i>, wie [[ἀκρώρεια]] [[gebildet]], Hdn. <i>epimer</i>. p. 232.
}}
}}

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώρεια Medium diacritics: κρημνώρεια Low diacritics: κρημνώρεια Capitals: ΚΡΗΜΝΩΡΕΙΑ
Transliteration A: krēmnṓreia Transliteration B: krēmnōreia Transliteration C: krimnoreia Beta Code: krhmnw/reia

English (LSJ)

ἡ, steep mountain-ridge, Hdn.Epim.232.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώρεια: ἡ, κρημνώδης ἀκρώρεια, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.

Greek Monolingual

η (Α κρημνώρεια)
κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώρεια (< ὄρος). Το -ω- προέρχεται από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρώρεια)].

German (Pape)

ἡ, jäher Bergabhang, wie ἀκρώρεια gebildet, Hdn. epimer. p. 232.