ηπατίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM ἡπατῑτις)<br />[[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] του [[ήπατος]], διάχυτη ή εστιακή, την οποία [[συνήθως]] προκαλεί [[λοιμώδης]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ίτις</i> ([[πρβλ]]. <i>ικτερ</i>-<i>ίτις</i>)].
|mltxt=η (AM ἡπατῑτις)<br />[[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] του [[ήπατος]], διάχυτη ή εστιακή, την οποία [[συνήθως]] προκαλεί [[λοιμώδης]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ίτις</i> ([[πρβλ]]. [[ικτερίτις]])].
}}
}}

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

η (AM ἡπατῑτις)
οξεία ή χρόνια φλεγμονή του ήπατος, διάχυτη ή εστιακή, την οποία συνήθως προκαλεί λοιμώδης αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ίτις (πρβλ. ικτερίτις)].