θυγατριδή: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυγατριδῆ]], ἡ (Α)<br />η [[κόρη]] της θυγατέρας, η [[εγγονή]] από [[θυγατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θυγατρ</i>-<i>ιδῆ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδῆ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εή</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτική του απογόνου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αδελφ</i>-<i>ιδή</i>)].
|mltxt=[[θυγατριδῆ]], ἡ (Α)<br />η [[κόρη]] της θυγατέρας, η [[εγγονή]] από [[θυγατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θυγατρ</i>-<i>ιδῆ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιδῆ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ιδ</i>-<i>εή</i> με [[συναίρεση]]), δηλωτική του απογόνου ([[πρβλ]]. [[αδελφιδή]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

θυγατριδῆ, ἡ (Α)
η κόρη της θυγατέρας, η εγγονή από θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδῆ < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδῆ (< -ιδ-εή με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφιδή)].