χρονιάρης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ενός έτους, [[χρονιάρικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χρονιάρα]] [[μέρα]]» — γιορτάσιμη [[μέρα]], επίσημη [[γιορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] ενός έτους, [[χρονιάρικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] ενός έτους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χρονιάρα]] [[μέρα]]» — γιορτάσιμη [[μέρα]], επίσημη [[γιορτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[ταξιδιάρης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:00, 13 May 2023
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους
3. φρ. «χρονιάρα μέρα» — γιορτάσιμη μέρα, επίσημη γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ταξιδιάρης)].