χρηματιστήριο: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χρηματιστήριον]], ΝΜΑ<br />[[χώρος]] στον οποίο διεξάγονται χρηματιστηριακές εργασίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[χρηματιστήριο]] αξιών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρηματιστήριο]] αξιών»<br />(νομ.-οικον.) νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου [[που]] αποτελεί οργανωμένη [[αγορά]] για την [[αγοραπωλησία]] χρεωγράφων, όπως [[είναι]] οι μετοχές, τα ομόλογα και, γενικά, οι κινητές αξίες<br />β) «[[χρηματιστήριο]] εμπορευμάτων» — οργανωμένη [[αγορά]] για τη [[διαπραγμάτευση]] συμβολαίων αγοραπωλησίας τυποποιημένων αγαθών [[που]] αποτελούν προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής, όπως [[είναι]] ο [[σίτος]], το [[βαμβάκι]], ο [[χρυσός]] κ.ά., [[αλλά]] και υπηρεσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι ναύλοι<br />γ) «[[χρηματιστήριο]] εργασίας» — [[αγορά]] όπου συναντώνται η [[προσφορά]] και η [[ζήτηση]] εργασίας, διαμορφώνεται η [[τιμή]] της και συνάπτονται οι συμβάσεις, μέσω τών οποίων η [[εργασία]] συνδέεται άμεσα με την παραγωγική [[διαδικασία]]<br />δ) «[[δείκτης]] τιμών χρηματιστηρίου» — αριθμοδείκτης ο [[οποίος]] δείχνει τη χρηματιστηριακή [[κίνηση]] ενός τακτού χρονικού διαστήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] διεξαγωγής εμπορικών ή χρηματικών [[εργασιών]]<br /><b>2.</b> [[δημόσιο]] [[ίδρυμα]] στο οποίο συνέρχονται για να συσκεφθούν όσοι ασχολούνται με εμπορικές ή τραπεζικές υποθέσεις<br /><b>3.</b> δικαστήριο ή δικαστικό [[βήμα]]<br /><b>4.</b> [[ιερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηματίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. <i>καθαρισ</i>-<i>τήριο</i>)].
|mltxt=το / [[χρηματιστήριον]], ΝΜΑ<br />[[χώρος]] στον οποίο διεξάγονται χρηματιστηριακές εργασίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[χρηματιστήριο]] αξιών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρηματιστήριο]] αξιών»<br />(νομ.-οικον.) νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου [[που]] αποτελεί οργανωμένη [[αγορά]] για την [[αγοραπωλησία]] χρεωγράφων, όπως [[είναι]] οι μετοχές, τα ομόλογα και, γενικά, οι κινητές αξίες<br />β) «[[χρηματιστήριο]] εμπορευμάτων» — οργανωμένη [[αγορά]] για τη [[διαπραγμάτευση]] συμβολαίων αγοραπωλησίας τυποποιημένων αγαθών [[που]] αποτελούν προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής, όπως [[είναι]] ο [[σίτος]], το [[βαμβάκι]], ο [[χρυσός]] κ.ά., [[αλλά]] και υπηρεσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι ναύλοι<br />γ) «[[χρηματιστήριο]] εργασίας» — [[αγορά]] όπου συναντώνται η [[προσφορά]] και η [[ζήτηση]] εργασίας, διαμορφώνεται η [[τιμή]] της και συνάπτονται οι συμβάσεις, μέσω τών οποίων η [[εργασία]] συνδέεται άμεσα με την παραγωγική [[διαδικασία]]<br />δ) «[[δείκτης]] τιμών χρηματιστηρίου» — αριθμοδείκτης ο [[οποίος]] δείχνει τη χρηματιστηριακή [[κίνηση]] ενός τακτού χρονικού διαστήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] διεξαγωγής εμπορικών ή χρηματικών [[εργασιών]]<br /><b>2.</b> [[δημόσιο]] [[ίδρυμα]] στο οποίο συνέρχονται για να συσκεφθούν όσοι ασχολούνται με εμπορικές ή τραπεζικές υποθέσεις<br /><b>3.</b> δικαστήριο ή δικαστικό [[βήμα]]<br /><b>4.</b> [[ιερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηματίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. [[καθαριστήριο]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

το / χρηματιστήριον, ΝΜΑ
χώρος στον οποίο διεξάγονται χρηματιστηριακές εργασίες
νεοελλ.
1. το χρηματιστήριο αξιών
2. φρ. α) «χρηματιστήριο αξιών»
(νομ.-οικον.) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που αποτελεί οργανωμένη αγορά για την αγοραπωλησία χρεωγράφων, όπως είναι οι μετοχές, τα ομόλογα και, γενικά, οι κινητές αξίες
β) «χρηματιστήριο εμπορευμάτων» — οργανωμένη αγορά για τη διαπραγμάτευση συμβολαίων αγοραπωλησίας τυποποιημένων αγαθών που αποτελούν προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής, όπως είναι ο σίτος, το βαμβάκι, ο χρυσός κ.ά., αλλά και υπηρεσιών, όπως είναι λ.χ. οι ναύλοι
γ) «χρηματιστήριο εργασίας» — αγορά όπου συναντώνται η προσφορά και η ζήτηση εργασίας, διαμορφώνεται η τιμή της και συνάπτονται οι συμβάσεις, μέσω τών οποίων η εργασία συνδέεται άμεσα με την παραγωγική διαδικασία
δ) «δείκτης τιμών χρηματιστηρίου» — αριθμοδείκτης ο οποίος δείχνει τη χρηματιστηριακή κίνηση ενός τακτού χρονικού διαστήματος
αρχ.
1. τόπος διεξαγωγής εμπορικών ή χρηματικών εργασιών
2. δημόσιο ίδρυμα στο οποίο συνέρχονται για να συσκεφθούν όσοι ασχολούνται με εμπορικές ή τραπεζικές υποθέσεις
3. δικαστήριο ή δικαστικό βήμα
4. ιερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματίζω + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. καθαριστήριο)].