μισοχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισοχρήματος]], -ον (Μ)<br />αυτός που μισεί τα χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρῆμα]], -<i>ατος</i> ([[πρβλ]]. <i>φιλο</i>-<i>χρήματος</i>)].
|mltxt=[[μισοχρήματος]], -ον (Μ)<br />αυτός που μισεί τα χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρῆμα]], -<i>ατος</i> ([[πρβλ]]. [[φιλοχρήματος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 13 May 2023

Greek Monolingual

μισοχρήματος, -ον (Μ)
αυτός που μισεί τα χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρῆμα, -ατος (πρβλ. φιλοχρήματος)].