μοναστήριος: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[παυστήριος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 13 May 2023
English (LSJ)
α, ον, A monastic, οἶκος Men.Prot.p.15 D. II μοναστήριον, τό, hermit's cell, Ph.2.475. 2 monastery, Procop.Arc. 17, al., Just.Nov.3.2, PSI8.933.2 (vi A. D.).
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μοναστήριος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός
2. το ουδ. ως ουσ.
βλ. μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. παυστήριος)].