κυβισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyvismos
|Transliteration C=kyvismos
|Beta Code=kubismo/s
|Beta Code=kubismo/s
|Definition=ὁ, prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cubing: making into a solid</b>, Theol.Ar.36.</span>
|Definition=ὁ, prop. [[cubing]]: [[making into a solid]], Theol.Ar.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ὁ, das Erheben einer Zahl in den Kubus, Theolog. arithm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ὁ, das Erheben einer Zahl in den Kubus, Theolog. arithm.
}}
{{ls
|lstext='''κυβισμός''': ὁ, ἡ [[ἀνύψωσις]] ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κυβισμός]]) [[κυβίζω]]<br />[[ανύψωση]] αριθμού στον κύβο, στην [[τρίτη]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπολογισμός]] όγκου σε κυβικά [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> καλλιτεχνική [[τάση]] που εμφανίστηκε το 1906 και [[κατά]] την οποία ο [[πίνακας]] ή το γλυπτό αντιμετωπίζονται ως πλαστικά δημιουργήματα άσχετα με την άμεση [[μίμηση]] τών σχημάτων της φύσης<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> (εσφ. όρος) <b>βλ.</b> [[κυλινδρισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβισμός Medium diacritics: κυβισμός Low diacritics: κυβισμός Capitals: ΚΥΒΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kybismós Transliteration B: kybismos Transliteration C: kyvismos Beta Code: kubismo/s

English (LSJ)

ὁ, prop. cubing: making into a solid, Theol.Ar.36.

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, das Erheben einer Zahl in den Kubus, Theolog. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

κυβισμός: ὁ, ἡ ἀνύψωσις ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.

Greek Monolingual

ο (Α κυβισμός) κυβίζω
ανύψωση αριθμού στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. υπολογισμός όγκου σε κυβικά μέτρα
2. καλλιτεχνική τάση που εμφανίστηκε το 1906 και κατά την οποία ο πίνακας ή το γλυπτό αντιμετωπίζονται ως πλαστικά δημιουργήματα άσχετα με την άμεση μίμηση τών σχημάτων της φύσης
3. τεχνολ. (εσφ. όρος) βλ. κυλινδρισμός.