ἀλητός: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alitos | |Transliteration C=alitos | ||
|Beta Code=a)lhto/s | |Beta Code=a)lhto/s | ||
|Definition=(A), ὁ, poet. for | |Definition=(A), ὁ, ''poet.'' for [[ἀλετός]], εἰς ἀ. ἐπράθη was sold<br><span class="bld">A</span> [[to grind]] in the mill, Babr.29.1.<span class=head>ἀλητός<br><span class="bld">ἀλητός</span> (B), ή, όν, Adj. [[ground]], Archig. ap. Orib.8.1.33. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[molido]], [[ἅλς]] Archig. en Orib.8.1.33.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀλητόν [[molienda]] Babr.29.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλητός''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ἀλετός]], εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη [[ὅπως]] ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1. | |lstext='''ἀλητός''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ἀλετός]], εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη [[ὅπως]] ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλητός]], ο (Α)<br />η [[πράξη]] του αλέσματος, [[άλεση]], [[άλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. [[αντί]] [[ἀλετός]], ο «η [[πράξη]] του αλέσματος» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶ</i> «[[αλέθω]]»)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλητός:''' ὁ, ποιητ. αντί [[ἀλετός]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ὁ, poet. for ἀλετός, εἰς ἀ. ἐπράθη was sold
A to grind in the mill, Babr.29.1.ἀλητός
ἀλητός (B), ή, όν, Adj. ground, Archig. ap. Orib.8.1.33.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 molido, ἅλς Archig. en Orib.8.1.33.
2 subst. τὸ ἀλητόν molienda Babr.29.1.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, Mühle, Batr. 29, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητός: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀλετός, εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη ὅπως ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1.
Greek Monolingual
ἀλητός, ο (Α)
η πράξη του αλέσματος, άλεση, άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. αντί ἀλετός, ο «η πράξη του αλέσματος» (< ἀλῶ «αλέθω»)].
Greek Monotonic
ἀλητός: ὁ, ποιητ. αντί ἀλετός, σε Βάβρ.