Βακχεῖον: Difference between revisions
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Vakcheion | |Transliteration C=Vakcheion | ||
|Beta Code=*bakxei=on | |Beta Code=*bakxei=on | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[Bacchic revelry]], Ar.Lys.I: pl., Id.Ra.357; [[Βάκχια]], dub. l. in E.Ba.126.<br><span class="bld">2</span> [[congregation of Bacchic worshippers]], IG7.107 (Megara, ii A. D.), ''Archivesdes Missions'' 1876.150 (Perinthus).<br><span class="bld">b</span> [[sanctuary of Bacchus]] or [[shrine of Bacchus]], SEG37.601 (Thrace, iii a.d.); cf. β. [[τελεστήριον]], [[νάρθηξ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Βακχεῖον:''' τό [[святилище Вакха]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=Βακχεῖον, το (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ναός]] του Βάκχου<br /><b>2.</b> η βακχική [[μανία]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>Βακχεῖα</i> και <i>Βάκχια</i>, <i>τα</i><br />τα βακχικά όργια. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Βακχεῖον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ναός]] του Βάκχου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> βακχικό [[παραλήρημα]], σε Ευρ.· στον πληθ., τα βακχικά όργια, σε Αριστοφ.· επίσης με παρόμοια [[σημασία]], <i>Βάκχια</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''Βακχεῖον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ναός]] του Βάκχου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> βακχικό [[παραλήρημα]], σε Ευρ.· στον πληθ., τα βακχικά όργια, σε Αριστοφ.· επίσης με παρόμοια [[σημασία]], <i>Βάκχια</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A Bacchic revelry, Ar.Lys.I: pl., Id.Ra.357; Βάκχια, dub. l. in E.Ba.126.
2 congregation of Bacchic worshippers, IG7.107 (Megara, ii A. D.), Archivesdes Missions 1876.150 (Perinthus).
b sanctuary of Bacchus or shrine of Bacchus, SEG37.601 (Thrace, iii a.d.); cf. β. τελεστήριον, νάρθηξ, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
Βακχεῖον: τό святилище Вакха Luc.
Greek (Liddell-Scott)
Βακχεῖον: τό, ὁ ναὸς τοῦ Βάκχου, Ἀριστοφ. Λυσ. 1. ΙΙ. βακχικὴ μανία, Εὐρ. Φοιν. 21· - κατὰ πληθ., βακχικὰ ὄργια, Ἀριστοφ. Βατρ. 357· ὡσαύτως, Βάκχια Εὐρ. Βάκχ. 126 (ἔνθα ἴδε Δινδ.).
Greek Monolingual
Βακχεῖον, το (Α)
1. ο ναός του Βάκχου
2. η βακχική μανία
3. πληθ. Βακχεῖα και Βάκχια, τα
τα βακχικά όργια.
Greek Monotonic
Βακχεῖον: τό,
I. ναός του Βάκχου, σε Αριστοφ.
II. βακχικό παραλήρημα, σε Ευρ.· στον πληθ., τα βακχικά όργια, σε Αριστοφ.· επίσης με παρόμοια σημασία, Βάκχια, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. the temple of Bacchus, Ar.
II. Bacchic revelry, Eur.:—in pl. Bacchic orgies, Ar.; also Βάκχια, Eur.