ἰνέω: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ineo
|Transliteration C=ineo
|Beta Code=i)ne/w
|Beta Code=i)ne/w
|Definition=or [[ἰνάω]], [[carry off by evacuations]], Ion. word, Hsch., Phot.: fut. Med. [[ἰνήσομαι]] Hp.Mul.1.52, and prob. l. ib. 119; in pass. sense, Id.Loc.Hom.27:—Pass., ἰνῶνται, [[ἰνώμενος]], ibid., ib.33.
|Definition=or [[ἰνάω]], [[carry off by evacuations]], Ion. word, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.: fut. Med. [[ἰνήσομαι]] Hp.Mul.1.52, and prob. l. ib. 119; in pass. sense, Id.Loc.Hom.27:—Pass., ἰνῶνται, [[ἰνώμενος]], ibid., ib.33.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνέω Medium diacritics: ἰνέω Low diacritics: ινέω Capitals: ΙΝΕΩ
Transliteration A: inéō Transliteration B: ineō Transliteration C: ineo Beta Code: i)ne/w

English (LSJ)

or ἰνάω, carry off by evacuations, Ion. word, Hsch., Phot.: fut. Med. ἰνήσομαι Hp.Mul.1.52, and prob. l. ib. 119; in pass. sense, Id.Loc.Hom.27:—Pass., ἰνῶνται, ἰνώμενος, ibid., ib.33.

German (Pape)

[Seite 1254] ausleeren, ausräumen, Hippocr., auch ἰνάω.

Russian (Dvoretsky)

ἰνέω: опорожнять (ср. ὑπέρινος).

Greek (Liddell-Scott)

ἰνέω: ἢ ἰνάω, κενῶ, Ἰων. λέξις ἔχουσα σχέσιν πρὸς τὸ Λατιν. inanis, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.: Μέσ. μέλλ. ἰνήσομαι Ἱππ.· 610. 10., 642. 55· καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., ὁ αὐτ. 418. 8 -Παθ. ἰνῶνται, -ώμενος, ὁ αὐτ. 418. 6., 419. 38. - Ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων τούτων τὰ Ἀντίγραφα εἶναι πολὺ ἢ ὀλίγον ἐφθαρμένα. - Ἐν Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. φέρεται: «ἰνέει, κενοῖ. καὶ ἰνηθμός· κένωσις. καὶ ἰνεῖται, κενοῦται».

Greek Monolingual

ἰνέω και ιων. τ. ἰνάω (Α)
αδειάζω, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. To ἰν- πιθ. < ισν- με το ι- μακρό. Η λ. μπορεί να συνδέεται με αρχ. ινδ. is-nā-ti «θέτω σε ορμητική κίνηση» και με το ρ. ἰαίνω «μαλακώνω με θερμότητα»].