θεριστικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theristikos
|Transliteration C=theristikos
|Beta Code=qeristiko/s
|Beta Code=qeristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for reaping</b>, δρέπανον <span class="bibl"><span class="title">PMagd.</span>8.6</span> (iii B.C.); ὕμνος Suid. s.v. [[Λιτυέρσης]]: as Subst. <b class="b3">θ., τό</b>, <b class="b2">crop</b>, <span class="bibl">Str.17.3.11</span>.</span>
|Definition=θεριστική, θεριστικόν, [[of reaping]], or [[for reaping]], δρέπανον PMagd.8.6 (iii B.C.); [[ὕμνος]] Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Λιτυέρσης]]: as [[substantive]] [[θεριστικόν]], τό, [[crop]], Str.17.3.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν, [[σπάθη]] Βυζ.· [[ὕμνος]] Σουΐδ. ἐν λ. [[Λιτυέρσης]]. ― ὡς οὐσ., θεριστικόν, τό, ἡ [[καρπολογία]], ἐσοδεία, Στράβ. 381.
|lstext='''θεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν, [[σπάθη]] Βυζ.· [[ὕμνος]] Σουΐδ. ἐν λ. [[Λιτυέρσης]]. ― ὡς οὐσ., θεριστικόν, τό, ἡ [[καρπολογία]], ἐσοδεία, Στράβ. 381.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεριστικός]], -ή, -όν) [[θεριστής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο [[χρήσιμος]] για θερισμό («θεριστική [[μηχανή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική [[βολή]]» — η [[βολή]] που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες πλευρικές μετατοπίσεις του [[σωλήνα]] του πυροβόλου όπλου)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα θεριστικά</i><br />τα έξοδα του θερισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θεριστικόν</i><br />η [[σοδειά]].
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστικός Medium diacritics: θεριστικός Low diacritics: θεριστικός Capitals: ΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theristikós Transliteration B: theristikos Transliteration C: theristikos Beta Code: qeristiko/s

English (LSJ)

θεριστική, θεριστικόν, of reaping, or for reaping, δρέπανον PMagd.8.6 (iii B.C.); ὕμνος Suid. s.v. Λιτυέρσης: as substantive θεριστικόν, τό, crop, Str.17.3.11.

German (Pape)

[Seite 1201] = θεριστήριος; τὰ θεριστικά, die Ernte, δύο θεριστικὰ καρπ οῦνται Strab. XVII, 831.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν, σπάθη Βυζ.· ὕμνος Σουΐδ. ἐν λ. Λιτυέρσης. ― ὡς οὐσ., θεριστικόν, τό, ἡ καρπολογία, ἐσοδεία, Στράβ. 381.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θεριστικός, -ή, -όν) θεριστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή»)
νεοελλ.
1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» — η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες πλευρικές μετατοπίσεις του σωλήνα του πυροβόλου όπλου)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεριστικά
τα έξοδα του θερισμού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστικόν
η σοδειά.