σπόρθυγγες: Difference between revisions
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(38) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sporthygges | |Transliteration C=sporthygges | ||
|Beta Code=spo/rqugges | |Beta Code=spo/rqugges | ||
|Definition=<b class="b3">αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες</b>, Hsch. | |Definition=<b class="b3">αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σπορθύγγια· <b class="b3">τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν</b>, Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπόρθυγγες''': «αἱ συνεστραμμέναι | |lstext='''σπόρθυγγες''': «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἱ συνεστραμμέναι | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου [[τρίχες]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπύραθος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[σπύραθοι]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες, Hsch. σπορθύγγια· τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σπόρθυγγες: «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπύραθος.
Frisk Etymological English
See also: s. σπύραθοι