ψέφω: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psefo | |Transliteration C=psefo | ||
|Beta Code=ye/fw | |Beta Code=ye/fw | ||
|Definition=in 3sg. <b class="b3"> | |Definition=in 3sg. <b class="b3">ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: cf. <b class="b3">μετα-ψέφω;</b> also prob. <b class="b3">ἐπί-σσοφος</b>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψέφω''': εἶμαι πεφοβημένος, [[ἀνήσυχος]], Ἡσύχ. | |lstext='''ψέφω''': εἶμαι πεφοβημένος, [[ἀνήσυχος]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[δέδοικα]], λυπῶ, [[φροντίζω]]»<br /><b>2.</b> «ψέφει<br />ἐντρέπει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. τόσο με τη λ. [[ψόφος]] «[[κρότος]], [[θόρυβος]]» όσο και με τη λ. [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]», παρ' ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημ. του ρ. «[[φροντίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
in 3sg. ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει, Hsch.: cf. μετα-ψέφω; also prob. ἐπί-σσοφος.
German (Pape)
[Seite 1396] verdunkeln, verfinstern, nur bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψέφω: εἶμαι πεφοβημένος, ἀνήσυχος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω»
2. «ψέφει
ἐντρέπει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ' ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημ. του ρ. «φροντίζω»].