πετρόβλητος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=petrovlitos | |Transliteration C=petrovlitos | ||
|Beta Code=petro/blhtos | |Beta Code=petro/blhtos | ||
|Definition= | |Definition=πετρόβλητον,<br><span class="bld">A</span> [[pelted with stones]], Phot.<br><span class="bld">II</span> [[affected by the stone]], [[νεφροί]] Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πετρόβλητος''': -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''πετρόβλητος''': -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χτυπηθεί από [[ρίξιμο]] πέτρας<br /><b>2.</b> (για [[νεφρό]]) αυτός που έχει προσβληθεί από [[λιθίαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[λιθόβλητος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
πετρόβλητον,
A pelted with stones, Phot.
II affected by the stone, νεφροί Id.
German (Pape)
[Seite 606] mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πετρόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας
2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθόβλητος].