ἀσυμπάθητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(big3_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asympathitos
|Transliteration C=asympathitos
|Beta Code=a)sumpa/qhtos
|Beta Code=a)sumpa/qhtos
|Definition=[<b class="b3">πᾰ], ον,</b> = foreg.<span class="bibl">1</span>, <span class="title">An.Ox.</span>2.340.
|Definition=ἀσυμπάθητον, = [[ἀσυμπαθής]] ([[without fellow-feeling]], [[without sympathy]], [[unaffected]], [[without sympathy with]]) 1, ''An.Ox.'' 2.340.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que carece de compasión]], [[cruel]], <i>An.Ox</i>.2.340.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυμπάθητος''': -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.
|lstext='''ἀσυμπάθητος''': -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον [[que carece de compasión]], [[cruel]], <i>An.Ox</i>.2.340.
|mltxt=και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ [[ἀσυμπάθητος]], -ον) [[συμπαθώ]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]], ο [[ανελέητος]]<br />1| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμπαθιέται, ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν [[είναι]] [[άξιος]] να συγχωρηθεί.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπάθητος Medium diacritics: ἀσυμπάθητος Low diacritics: ασυμπάθητος Capitals: ΑΣΥΜΠΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: asympáthētos Transliteration B: asympathētos Transliteration C: asympathitos Beta Code: a)sumpa/qhtos

English (LSJ)

ἀσυμπάθητον, = ἀσυμπαθής (without fellow-feeling, without sympathy, unaffected, without sympathy with) 1, An.Ox. 2.340.

Spanish (DGE)

-ον que carece de compasión, cruel, An.Ox.2.340.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπάθητος: -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.

Greek Monolingual

και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ ἀσυμπάθητος, -ον) συμπαθώ
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος
1