Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βελουλκός: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=veloulkos
|Transliteration C=veloulkos
|Beta Code=beloulko/s
|Beta Code=beloulko/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">instrument for drawing out darts</b>, ibid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>= <b class="b3">δίκταμνος</b>, Ps.-Dsc.3.32.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[instrument for drawing out darts]], ibid.<br><span class="bld">II</span>= [[δίκταμνος]], Ps.-Dsc.3.32.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[instrumento para la extracción de puntas de flecha]] Paul.Aeg.6.88.3.<br /><b class="num">2</b> bot. [[díctamo]], [[Origanum dictamnus]] L., Ps.Dsc.3.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βελουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων [[βέλος]] ἐκ πληγῆς· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] βελουλκέω, [[ἕλκω]], [[ἐξάγω]] βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, [[μόνος]] του ἐκβάλλει τὸ [[βέλος]], δηλ. τὸ [[ἄγκιστρον]], Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.
|lstext='''βελουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων [[βέλος]] ἐκ πληγῆς· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] βελουλκέω, [[ἕλκω]], [[ἐξάγω]] βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, [[μόνος]] του ἐκβάλλει τὸ [[βέλος]], δηλ. τὸ [[ἄγκιστρον]], Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[instrumento para la extracción de puntas de flecha]] Paul.Aeg.6.88.3.<br /><b class="num">2</b> bot. [[díctamo]], [[Origanum dictamnus L.]], Ps.Dsc.3.32.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βελουλκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] για την [[αφαίρεση]] βέλους από [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[δίκταμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]]].
|mltxt=[[βελουλκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] για την [[αφαίρεση]] βέλους από [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[δίκταμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βελουλκός Medium diacritics: βελουλκός Low diacritics: βελουλκός Capitals: ΒΕΛΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: beloulkós Transliteration B: beloulkos Transliteration C: veloulkos Beta Code: beloulko/s

English (LSJ)

ὁ,
A instrument for drawing out darts, ibid.
II= δίκταμνος, Ps.-Dsc.3.32.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 instrumento para la extracción de puntas de flecha Paul.Aeg.6.88.3.
2 bot. díctamo, Origanum dictamnus L., Ps.Dsc.3.32.

German (Pape)

[Seite 441] (ἕλκω), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

βελουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων βέλος ἐκ πληγῆς· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα βελουλκέω, ἕλκω, ἐξάγω βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, μόνος του ἐκβάλλει τὸ βέλος, δηλ. τὸ ἄγκιστρον, Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.

Greek Monolingual

βελουλκός, ο (Α)
1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα
2. το φυτό δίκταμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + -ουλκος < ολκή ή ολκός].