φάλλη: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=falli | |Transliteration C=falli | ||
|Beta Code=fa/llh | |Beta Code=fa/llh | ||
|Definition=ἡ, = | |Definition=ἡ, = [[φάλλαινα]] ([[whale]], any devouring [[monster]], [[ballaena]]) Ι, Lyc. 84, 394. = [[φάλλαινα]] ΙΙ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[φάλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάλλη''': ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «[[φάλη]]˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ. | |lstext='''φάλλη''': ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «[[φάλη]]˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[φάλαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (Ι) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλαινα]])].<br /><b>(II)</b><br />και [[φάλη]], ἡ, Α<br />[[φάλλαινα]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (ΙΙ) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλλαινα]] [ΙΙ])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = φάλλαινα (whale, any devouring monster, ballaena) Ι, Lyc. 84, 394. = φάλλαινα ΙΙ, Hsch.
French (Bailly abrégé)
c. φάλη.
Greek (Liddell-Scott)
φάλλη: ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «φάλη˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
φάλαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (Ι) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλαινα)].
(II)
και φάλη, ἡ, Α
φάλλαινα (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (ΙΙ) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλλαινα [ΙΙ])].