πυκτεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pykteion
|Transliteration C=pykteion
|Beta Code=puktei=on
|Beta Code=puktei=on
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">boxing-ring</b>, Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">Πυκτός</b> = [[πτυκτός]]) <b class="b2">book-case</b>, Zonar.</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[boxing-ring]], Suid.<br><span class="bld">II</span> ([[Πυκτός]] = [[πτυκτός]]) [[book-case]], Zonar.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκτεῖον''': τό, ([[πυκτεύω]]) «[[τόπος]] ἐν ᾧ πύκται ἀγωνίζονται» Σουΐδ. ἐν λ. [[πύκτης]]. ΙΙ. (πυκτὸς) «ἐν ᾧ εἰσι τὰ πυκτία», δηλ. τὰ πινακίδια, Ζωναρ. 1597, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. [[πύκτης]].
|lstext='''πυκτεῖον''': τό, ([[πυκτεύω]]) «[[τόπος]] ἐν ᾧ πύκται ἀγωνίζονται» Σουΐδ. ἐν λ. [[πύκτης]]. ΙΙ. (πυκτὸς) «ἐν ᾧ εἰσι τὰ πυκτία», δηλ. τὰ πινακίδια, Ζωναρ. 1597, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. [[πύκτης]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πυκτεύω]]<br />[[τόπος]] όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πυκτή]]<br />[[τόπος]] εναπόθεσης τών πινακιδίων.
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκτεῖον Medium diacritics: πυκτεῖον Low diacritics: πυκτείον Capitals: ΠΥΚΤΕΙΟΝ
Transliteration A: pykteîon Transliteration B: pykteion Transliteration C: pykteion Beta Code: puktei=on

English (LSJ)

τό,
A boxing-ring, Suid.
II (Πυκτός = πτυκτός) book-case, Zonar.

German (Pape)

[Seite 816] τό, Ort od. Kampfplatz für Faustkämpfer, u. von πυκτός, Bücherschrank, Suid., zw.

Greek (Liddell-Scott)

πυκτεῖον: τό, (πυκτεύω) «τόπος ἐν ᾧ πύκται ἀγωνίζονται» Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης. ΙΙ. (πυκτὸς) «ἐν ᾧ εἰσι τὰ πυκτία», δηλ. τὰ πινακίδια, Ζωναρ. 1597, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πυκτεύω
τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.
(II)
τὸ, Α πυκτή
τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων.