θυρσίτης: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyrsitis | |Transliteration C=thyrsitis | ||
|Beta Code=qursi/ths | |Beta Code=qursi/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ,= [[ὠκιμοειδές]], [[catchfly]], [[Silene gallica]] Ps.-Dsc.4.28 (with [[varia lectio|v.l.]] [[θυρσῖτις]]). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θυρσίτης''': ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρσίτης]], ὁ (Α) [[θύρσος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου που μοιάζει με [[κοράλλι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,= ὠκιμοειδές, catchfly, Silene gallica Ps.-Dsc.4.28 (with v.l. θυρσῖτις).
Greek (Liddell-Scott)
θυρσίτης: ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28.
Greek Monolingual
θυρσίτης, ὁ (Α) θύρσος
1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές
2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι.