πεντάσχοινος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentaschoinos
|Transliteration C=pentaschoinos
|Beta Code=penta/sxoinos
|Beta Code=penta/sxoinos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">five</b> <b class="b3">σχοῖνοι</b> <b class="b2">long</b> : <b class="b3">-σχοινον</b>, = [[στάδιον]], Hsch.</span>
|Definition=πεντάσχοινον, [[five]] [[σχοῖνοι]] [[long]]: -σχοινον, = [[στάδιον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντάσχοινος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] [[πέντε]] σχοίνων· τὸ πεντάσχοινον = [[στάδιον]], Ἡσύχ.
|lstext='''πεντάσχοινος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] [[πέντε]] σχοίνων· τὸ πεντάσχοινον = [[στάδιον]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] [[πέντε]] σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πεντάσχοινον</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στάδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] ([[πρβλ]]. [[τρίσχοινος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάσχοινος Medium diacritics: πεντάσχοινος Low diacritics: πεντάσχοινος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΧΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pentáschoinos Transliteration B: pentaschoinos Transliteration C: pentaschoinos Beta Code: penta/sxoinos

English (LSJ)

πεντάσχοινον, five σχοῖνοι long: -σχοινον, = στάδιον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 557] fünf σχοῖνοι lang, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος πέντε σχοίνων· τὸ πεντάσχοινον = στάδιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μήκος πέντε σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάσχοινον
(κατά τον Ησύχ.) «στάδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + σχοῖνος (πρβλ. τρίσχοινος)].