σινόδους: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(37) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sinodous | |Transliteration C=sinodous | ||
|Beta Code=sino/dous | |Beta Code=sino/dous | ||
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, | |Definition=οντος, ὁ, ἡ, [[hurting with the teeth]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[συνόδους]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σινόδων]] και σε κώδ. [[σινώδων]], -οντος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=και [[σινόδων]] και σε κώδ. [[σινώδων]], -οντος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σινόδους]] και [[σινόδων]]<br />[[είδος]] σαρκοφάγου ψαριού που ζει [[κατά]] αγέλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σιν</i>- του [[σίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] / [[ὀδών]], -<i>όντος</i>«[[δόντι]]». Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], όμως, ο τ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[σίνομαι]], ενώ [[ορθός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[συνόδους]] «αυτός που έχει [[πυκνά]] δόντια» (<b>βλ. λ.</b> [[συνόδους]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, hurting with the teeth, Hsch. (cf. συνόδους).
German (Pape)
[Seite 883] οντος, 1) mit den Zähnen schadend, beschädigend, verletzend. – 2) ὁ σ., ein Fisch; Arist. H. A. 9, 2 ist nach den mss. συνόδους vorzuziehen.
Greek (Liddell-Scott)
σινόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῶν ὀδόντων βλάπτων, Ἡσύχ. ― Πρβλ. συνόδους.
Greek Monolingual
και σινόδων και σε κώδ. σινώδων, -οντος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σινόδους και σινόδων
είδος σαρκοφάγου ψαριού που ζει κατά αγέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν- του σίνομαι + ὀδούς / ὀδών, -όντος«δόντι». Κατά την επικρατέστερη άποψη, όμως, ο τ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. σίνομαι, ενώ ορθός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. συνόδους «αυτός που έχει πυκνά δόντια» (βλ. λ. συνόδους)].