τρισβδέλυρος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trisvdelyros | |Transliteration C=trisvdelyros | ||
|Beta Code=trisbde/luros | |Beta Code=trisbde/luros | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=τρισβδέλυρον, [[thrice-abominable]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Διονυσίων σκωμμάτων]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρισβδέλῠρος''': -ον, τρὶς [[βδελυρός]], βδελυρώτατος, «ὁ [[τρισβδέλυρος]] καὶ κυκῶν καὶ [[φύρδην]] καὶ [[μίγδην]] ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[βδελυρός]], πολύ [[σιχαμερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βδελυρός]] «[[σιχαμερός]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
τρισβδέλυρον, thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.
Greek (Liddell-Scott)
τρισβδέλῠρος: -ον, τρὶς βδελυρός, βδελυρώτατος, «ὁ τρισβδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + βδελυρός «σιχαμερός»].