τρισβδέλυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trisvdelyros
|Transliteration C=trisvdelyros
|Beta Code=trisbde/luros
|Beta Code=trisbde/luros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice-abominable</b>, Suid. s.v. [[Διονυσίων σκωμμάτων]].</span>
|Definition=τρισβδέλυρον, [[thrice-abominable]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Διονυσίων σκωμμάτων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισβδέλῠρος''': -ον, τρὶς [[βδελυρός]], βδελυρώτατος, «ὁ [[τρισβδέλυρος]] καὶ κυκῶν καὶ [[φύρδην]] καὶ [[μίγδην]] ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.
|lstext='''τρισβδέλῠρος''': -ον, τρὶς [[βδελυρός]], βδελυρώτατος, «ὁ [[τρισβδέλυρος]] καὶ κυκῶν καὶ [[φύρδην]] καὶ [[μίγδην]] ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[βδελυρός]], πολύ [[σιχαμερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βδελυρός]] «[[σιχαμερός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσβδέλῠρος Medium diacritics: τρισβδέλυρος Low diacritics: τρισβδέλυρος Capitals: ΤΡΙΣΒΔΕΛΥΡΟΣ
Transliteration A: trisbdélyros Transliteration B: trisbdelyros Transliteration C: trisvdelyros Beta Code: trisbde/luros

English (LSJ)

τρισβδέλυρον, thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.

Greek (Liddell-Scott)

τρισβδέλῠρος: -ον, τρὶς βδελυρός, βδελυρώτατος, «ὁ τρισβδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + βδελυρός «σιχαμερός»].