μιξίαμβος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miksiamvos | |Transliteration C=miksiamvos | ||
|Beta Code=mici/ambos | |Beta Code=mici/ambos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐα], ον, [[mixed with satires]], [[satiric]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος | |lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | |mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐα], ον, mixed with satires, satiric, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μιξίαμβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἴαμβος.