προμέτωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prometopos | |Transliteration C=prometopos | ||
|Beta Code=prome/twpos | |Beta Code=prome/twpos | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=προμέτωπον, [[with prominent forehead]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[φοξοί]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προμέτωπος''': -ον, ὁ ἔχων προεξέχον [[μέτωπον]], Ἐρωτιαν. 384. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[προμέτωπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμέτωπο</i><br />[[κατασκεύασμα]] της παλαιότερης οχυρωτικής για την [[ενίσχυση]] πολυγωνικής χάραξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει προεξέχον [[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μέτωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
προμέτωπον, with prominent forehead, Erot. s.v. φοξοί.
Greek (Liddell-Scott)
προμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων προεξέχον μέτωπον, Ἐρωτιαν. 384.
Greek Monolingual
-η, -ο / προμέτωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμέτωπο
κατασκεύασμα της παλαιότερης οχυρωτικής για την ενίσχυση πολυγωνικής χάραξης
αρχ.
αυτός που έχει προεξέχον μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μέτωπος (< μέτωπον)].