λαμπροφανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lamprofanis
|Transliteration C=lamprofanis
|Beta Code=lamprofanh/s
|Beta Code=lamprofanh/s
|Definition=ές, <span class=sense><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class='b2'>appearing brilliant</b>, Paul.Al.<span class=title>N</span>.2, Lyd. <span class=title>Mag</span>.2.16</span>.
|Definition=λαμπροφανές, [[appearing brilliant]], Paul.Al.''N''.2, Lyd. ''Mag''.2.16.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπροφᾰνής''': -ές, φαινόμενος [[λαμπρός]], Ἰω. Λυδ. 181. 21.
|lstext='''λαμπροφᾰνής''': -ές, φαινόμενος [[λαμπρός]], Ἰω. Λυδ. 181. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπροφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται με [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- του [[φαίνω]], [[πρβλ]]. [[ἐφάν]]-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[αληθοφανής]], [[ευλογοφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπροφανής Medium diacritics: λαμπροφανής Low diacritics: λαμπροφανής Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: lamprophanḗs Transliteration B: lamprophanēs Transliteration C: lamprofanis Beta Code: lamprofanh/s

English (LSJ)

λαμπροφανές, appearing brilliant, Paul.Al.N.2, Lyd. Mag.2.16.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροφᾰνής: -ές, φαινόμενος λαμπρός, Ἰω. Λυδ. 181. 21.

Greek Monolingual

λαμπροφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω, πρβλ. ἐφάν-ην), πρβλ. αληθοφανής, ευλογοφανής].