τολμητικός: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tolmitikos
|Transliteration C=tolmitikos
|Beta Code=tolmhtiko/s
|Beta Code=tolmhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τολμηρός]], in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.</span>
|Definition=τολμητική, τολμητικόν, = [[τολμηρός]], in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τολμητικός''': -ή, -όν, = [[τολμηρός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.
|lstext='''τολμητικός''': -ή, -όν, = [[τολμηρός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. τολματικός, -ή, -όν, Α [[τολμητής]]<br />[[τολμηρός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητικός Medium diacritics: τολμητικός Low diacritics: τολμητικός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tolmētikós Transliteration B: tolmētikos Transliteration C: tolmitikos Beta Code: tolmhtiko/s

English (LSJ)

τολμητική, τολμητικόν, = τολμηρός, in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1126] = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητικός: -ή, -όν, = τολμηρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τολματικός, -ή, -όν, Α τολμητής
τολμηρός.