οὐρανοφάντωρ: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ouranofantor | |Transliteration C=ouranofantor | ||
|Beta Code=ou)ranofa/ntwr | |Beta Code=ou)ranofa/ntwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, | |Definition=-ορος, ὁ, ἡ, [[shining up to heaven]]; or [[disclosing heaven]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[οὐρανοφάντωρ]], -ορος)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάντωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), | |mltxt=ο (ΑΜ [[οὐρανοφάντωρ]], -ορος)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάντωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ιεροφάντωρ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:29, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, shining up to heaven; or disclosing heaven, Suid.
German (Pape)
[Seite 418] ορος, ὁ, am Himmel erscheinend, od. nach Suid. οὗ ἡ λαμπρότης εἰς ὕψος φαίνεται, bis zum Himmel leuchtend.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοφάντωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ λάμπων μέχρις οὐρανοῦ· ἢ ὁ ἀποκαλύπτων τὰ οὐράνια, ἐπίθετον τοῦ Μ. Βασιλείου, Βίος Βασιλ. 168D, Νικηφ. Κ/πόλεως 1064C.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, -ορος)
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιεροφάντωρ].