κατώρης: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoris
|Transliteration C=katoris
|Beta Code=katw/rhs
|Beta Code=katw/rhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κάτω ῥέπων]], Hsch. (<b class="b3">κατωρής</b> cod.).</span>
|Definition=ες, = [[κάτω ῥέπων]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[κατωρής]] cod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατώρης''': -ες, = [[κατήρης]], «[[κάτω]] ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.
|lstext='''κατώρης''': -ες, = [[κατήρης]], «[[κάτω]] ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατώρης]], -ώρες (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κατάρης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάτω]] ῥέπων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), [[πρβλ]]. [[αυτώρης]], [[νεώρης]]. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
{{elnl
|elnltext=κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.<br />κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).
}}
{{pape
|ptext== [[κατήρης]], κάτω ῥέπων, Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώρης Medium diacritics: κατώρης Low diacritics: κατώρης Capitals: ΚΑΤΩΡΗΣ
Transliteration A: katṓrēs Transliteration B: katōrēs Transliteration C: katoris Beta Code: katw/rhs

English (LSJ)

ες, = κάτω ῥέπων, Hsch. (κατωρής cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατώρης: -ες, = κατήρης, «κάτω ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.

Greek Monolingual

κατώρης, -ώρες (Α)
1. δ. γρφ. του κατάρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτώρης, νεώρης. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.
κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).

German (Pape)

κατήρης, κάτω ῥέπων, Hesych.