ἀποπεμπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopemptikos
|Transliteration C=apopemptikos
|Beta Code=a)popemptiko/s
|Beta Code=a)popemptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">valedictory</b>, <b class="b3">ὕμνοι</b> Men.Rh.p.336S.</span>
|Definition=ἀποπεμπτική, ἀποπεμπτικόν, [[valedictory]], [[ὕμνοι]] Men.Rh.p.336S.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[de despedida]] ὕμνοι Men.Rh.336, cf. 333.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπεμπτικός''': -ή, -όν, [[προπεμπτικός]], ὕμνοι ἀποπεμπτικοί, ἀδόμενοι κατὰ τὰς πιστευομένας ἀποδημίας τῶν θεῶν ἔκ τινος τόπου ἢ χώρας, τὸ «κατ’ εὐόδιον» ὡς λέγομεν νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9. 132, 10., 139, 5· ἀποπεμπτικὸν τῆς τοῦ λαοῦ ἀμαρτίας τὸ [[ζῷον]] τοῦτο, ὁ [[ἀποπομπαῖος]] [[τράγος]], Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 364.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποπεμπτικός]], -ή, -όν (Α) [[απόπεμπτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[αποπομπή]], [[αποτρεπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» — ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του.
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπεμπτικός Medium diacritics: ἀποπεμπτικός Low diacritics: αποπεμπτικός Capitals: ΑΠΟΠΕΜΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apopemptikós Transliteration B: apopemptikos Transliteration C: apopemptikos Beta Code: a)popemptiko/s

English (LSJ)

ἀποπεμπτική, ἀποπεμπτικόν, valedictory, ὕμνοι Men.Rh.p.336S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν de despedida ὕμνοι Men.Rh.336, cf. 333.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπεμπτικός: -ή, -όν, προπεμπτικός, ὕμνοι ἀποπεμπτικοί, ἀδόμενοι κατὰ τὰς πιστευομένας ἀποδημίας τῶν θεῶν ἔκ τινος τόπου ἢ χώρας, τὸ «κατ’ εὐόδιον» ὡς λέγομεν νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9. 132, 10., 139, 5· ἀποπεμπτικὸν τῆς τοῦ λαοῦ ἀμαρτίας τὸ ζῷον τοῦτο, ὁ ἀποπομπαῖος τράγος, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 364.

Greek Monolingual

ἀποπεμπτικός, -ή, -όν (Α) απόπεμπτος
1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός
2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» — ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του.