νηρίται: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niritai
|Transliteration C=niritai
|Beta Code=nhri/tai
|Beta Code=nhri/tai
|Definition=[[μεγάλοι]], Hsch. νηρίτης, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[νηρείτης]].</span>
|Definition=[[μεγάλοι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] νηρίτης, v. [[νηρείτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηρίται]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγάλοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[νήριτος]] και έχει διορθωθεί σε <i>νήριται</i>].
|mltxt=[[νηρίται]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεγάλοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[νήριτος]] και έχει διορθωθεί σε <i>νήριται</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηρίται Medium diacritics: νηρίται Low diacritics: νηρίται Capitals: ΝΗΡΙΤΑΙ
Transliteration A: nērítai Transliteration B: nēritai Transliteration C: niritai Beta Code: nhri/tai

English (LSJ)

μεγάλοι, Hsch. νηρίτης, v. νηρείτης.

Greek Monolingual

νηρίται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με νήριτος και έχει διορθωθεί σε νήριται].