ἀκορύφωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(big3_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akoryfotos
|Transliteration C=akoryfotos
|Beta Code=a)koru/fwtos
|Beta Code=a)koru/fwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be summed, countless</b>, Id.s.v. [[ἄκριτα]].</span>
|Definition=ἀκορύφωτον, [[not to be summed]], [[countless]], Id.s.v. [[ἄκριτα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
|lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκορύφωτος]], -ον) [<i>κορυφῶ</i> (-ώνω)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο [[σημείο]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αναρίθμητος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht zu [[summieren]], [[zahllos]]</i>, Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκορῠφωτος Medium diacritics: ἀκορύφωτος Low diacritics: ακορύφωτος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΩΤΟΣ
Transliteration A: akorýphōtos Transliteration B: akoryphōtos Transliteration C: akoryfotos Beta Code: a)koru/fwtos

English (LSJ)

ἀκορύφωτον, not to be summed, countless, Id.s.v. ἄκριτα.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede sumar, innumerable Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκορύφωτος: -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, πολύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκορύφωτος, -ον) [κορυφῶ (-ώνω)]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του
αρχ.
ο αναρίθμητος.

German (Pape)

nicht zu summieren, zahllos, Hesych.