προχθεσινός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prochthesinos
|Transliteration C=prochthesinos
|Beta Code=proxqesino/s
|Beta Code=proxqesino/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the day before yesterday</b>, EM691.56.</span>
|Definition=προχθεσινή, προχθεσινόν, [[of the day before yesterday]], EM691.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προχθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐτυμολ. Μέγ. 691. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 335.
|lstext='''προχθεσῐνός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐτυμολ. Μέγ. 691. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 335.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προχθεσινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και προχτεσινός, -ή, -ό, Ν<br />αυτός που έγινε ή συνέβη [[προχθές]] ή αυτός που υπάρχει από [[προχθές]], από την προπροηγούμενη [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προχθές]] / <i>προχτές</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[σημερινός]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχθεσῐνός Medium diacritics: προχθεσινός Low diacritics: προχθεσινός Capitals: ΠΡΟΧΘΕΣΙΝΟΣ
Transliteration A: prochthesinós Transliteration B: prochthesinos Transliteration C: prochthesinos Beta Code: proxqesino/s

English (LSJ)

προχθεσινή, προχθεσινόν, of the day before yesterday, EM691.56.

German (Pape)

[Seite 799] vorgestrig, E. M. v. πρῷζον.

Greek (Liddell-Scott)

προχθεσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐτυμολ. Μέγ. 691. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 335.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προχθεσινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και προχτεσινός, -ή, -ό, Ν
αυτός που έγινε ή συνέβη προχθές ή αυτός που υπάρχει από προχθές, από την προπροηγούμενη ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προχθές / προχτές + κατάλ. -ινός (πρβλ. σημερινός)].