λύκιος: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(23) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykios | |Transliteration C=lykios | ||
|Beta Code=lu/kios | |Beta Code=lu/kios | ||
|Definition= | |Definition=κολοιοῦ εἶδος, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λύκος]] ''ΙΙ''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λύκιος]], -ία, -ον) [[Λυκία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Λυκία]] ή προέρχεται από τη [[Λυκία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Λύκιος</i>, | |mltxt=-α, -ο (Α [[λύκιος]], -ία, -ον) [[Λυκία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Λυκία]] ή προέρχεται από τη [[Λυκία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Λύκιος</i>, η [[Λυκία]]<br /><i>ο</i>, η [[κάτοικος]] της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο [[τμήμα]] της Μικράς Ασίας, [[μεταξύ]] της Καρίας και της Παμφυλίας<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λύκιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφέψημα]] από αυτό το [[φυτό]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] κολοιού»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λύκιον]] τὸ ἰνδικόν» — το [[φυτό]] [[λογχίτις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
κολοιοῦ εἶδος, Hsch.; cf. λύκος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 69] ὁ, eine Dohlenart, zw.
Greek (Liddell-Scott)
λύκιος: ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λύκιος, -ία, -ον) Λυκία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή προέρχεται από τη Λυκία
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύκιος, η Λυκία
ο, η κάτοικος της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας, μεταξύ της Καρίας και της Παμφυλίας
3. το ουδ. ως ουσ. το λύκιο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. αφέψημα από αυτό το φυτό
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιού»
3. φρ. «λύκιον τὸ ἰνδικόν» — το φυτό λογχίτις.