λύκιος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκιος Medium diacritics: λύκιος Low diacritics: λύκιος Capitals: ΛΥΚΙΟΣ
Transliteration A: lýkios Transliteration B: lykios Transliteration C: lykios Beta Code: lu/kios

English (LSJ)

κολοιοῦ εἶδος, Hsch.; cf. λύκος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 69] ὁ, eine Dohlenart, zw.

Greek (Liddell-Scott)

λύκιος: ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λύκιος, -ία, -ον) Λυκία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή προέρχεται από τη Λυκία
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύκιος, η Λυκία
ο, η κάτοικος της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας, μεταξύ της Καρίας και της Παμφυλίας
3. το ουδ. ως ουσ. το λύκιο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. αφέψημα από αυτό το φυτό
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιού»
3. φρ. «λύκιον τὸ ἰνδικόν» — το φυτό λογχίτις.