χειρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirovios | |Transliteration C=cheirovios | ||
|Beta Code=xeiro/bios | |Beta Code=xeiro/bios | ||
|Definition= | |Definition=χειρόβιον, [[living by handiwork]], PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]], «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ. | |lstext='''χειρόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]], «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δεν έχει άλλους πόρους [[εκτός]] από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, [[βιοπαλαιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] «ζωή» ([[πρβλ]]. [[πολύβιος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρόβιον, living by handiwork, PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.
German (Pape)
[Seite 1345] von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύβιος)].