παρακαταζεύγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakatazeygnymi | |Transliteration C=parakatazeygnymi | ||
|Beta Code=parakatazeu/gnumi | |Beta Code=parakatazeu/gnumi | ||
|Definition=[[add besides]], ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν Diotog. ap. Stob.4.1.96. | |Definition=[[add besides]], ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν Diotog. ap. Stob.4.1.96. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[προσάπτω]], [[προσαρμόζω]] επί [[πλέον]] («[[παρακαταζεύγνυμι]] ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν», Διοτογ.). | |mltxt=Α<br />[[προσάπτω]], [[προσαρμόζω]] επί [[πλέον]] («[[παρακαταζεύγνυμι]] ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν», Διοτογ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
add besides, ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν Diotog. ap. Stob.4.1.96.
Greek Monolingual
Α
προσάπτω, προσαρμόζω επί πλέον («παρακαταζεύγνυμι ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν», Διοτογ.).