σκληρυντικός: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skliryntikos | |Transliteration C=skliryntikos | ||
|Beta Code=sklhruntiko/s | |Beta Code=sklhruntiko/s | ||
|Definition= | |Definition=σκληρυντική, σκληρυντικόν, [[hardening]], Dsc.1.39, Gal.11.710. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] hart machend, verhärtend, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] hart machend, verhärtend, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκληρυντικός''': -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκληρυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκληρύνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σκλήρυνση]] και, [[κυρίως]], αυτός που συντελεί στη [[σκλήρυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιστού που υπέστη [[σκλήρυνση]] ως [[συνέπεια]] παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
σκληρυντική, σκληρυντικόν, hardening, Dsc.1.39, Gal.11.710.
German (Pape)
[Seite 901] hart machend, verhärtend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρυντικός: -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκληρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ σκληρύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.